Βγήκα για λίγο από το μετρό και πλησίασα το θέρος. Αυγούστου παρόντος, λοιπόν, βρέθηκα στο παραλιακό μέτωπο ένα ήρεμο καλοκαιρινό, κυριακάτικο απόγευμα. Δείλι με συντροφιά ένα εκ των φωτεινότερων πλασμάτων της ζωής μου.
Κοιτάζω τη θάλασσα. Παρατηρώ τους χρωματισμούς που προκύπτουν από την ένωση του ηλίου και της θάλασσας υπό τη συνεχή κυματισμό που προσέδιδε την απαραίτητη κίνηση στο κάδρο μας.
Κάπου ανάμεσα στις προαναφερθείσες (χημικές) ενώσεις, μια βάρκα, με έναν μοναχικό επιβάτη, ξεκινά το δικό της ταξίδι. Λίγα λεπτά πριν ο ήλιος κρυφτεί στη θάλασσα και για απόψε. Η εικόνα είναι μαγική, διότι ο αποψινός μας ταξιδιώτης, φέρει στη βάρκα μαζί του ένα κόκκινο φανάρι. Ένα κόκκινο φανάρι.
Η εικόνα αυτή μου δημιούργησε ένα σωρό σκέψεις, που θα καταθέσω όσο πιο απλά μπορώ.
Η εικόνα που περιέγραψα πριν, κρύβει πολλή αλήθεια. Εσωτερική ηρεμία και το κυριότερο. Είναι η ζωντανή αναπαράσταση-απόδειξη δυο πραγμάτων: πρώτον πως όλοι έχουμε πολλές στιγμές μοναξιάς και κατά δεύτερον έχουμε όλοι τον δικό μας φάρο -ας είναι και κόκκινο φανάρι.
Θα ξεκινήσουμε περιέργως ορθόδοξα. Η μοναξιά. Πριν πούμε το οτιδήποτε, να πούμε ότι υπάρχουν δυο λέξεις που μοιάζουν λεξιλογικά αλλά απέχουν πολύ. Η μοναξιά και η μοναχικότητα. Η δεύτερη, συνήθως, είναι προϊόν επιλογής, στάσης ζωής.
Το πρώτο, είναι μάστιγα της εποχής. Η μοναξιά δεν είναι απλά όταν κάποιος άνθρωπος είναι μόνος του. Όταν μένει χωρίς συγκάτοικους και βγάζει ένα πιάτο από ντουλάπι, αν στρώσει τραπέζι, το μεσημέρι. Είναι όλα αυτά και προπάντων ένα σημαντικότητα κοινωνικό ζήτημα, μια εξαιρετικά παθογόνος κατάσταση που είναι η μήτρα που γεννά ένα σωρό ασθένειες ψυχικής υγείας.
Τι θέλω να πω; Ότι δε πρέπει σε καμία την περιπτώσεων να κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Όπως δηλαδή, κάνουμε με ένα σωρό σοβαρά προβλήματα. Καλύτερα να μην τα αναφέρω. Τα στραβά μάτια να τα κρατήσουμε για το μπαρ και το ξεχασμένο φλερτ, όχι για ένα ζήτημα όπως είναι η μοναξιά.
Η μοναξιά είναι αόρατη πανδημία. Πανίσχυρη και πανταχού παρούσα. Σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος του πλανήτη το στίγμα του μόνου ανθρώπου κοκκινίζει το κοινωνικό και συναισθηματικό gps. Εκατομμύρια άνθρωποι είναι μόνοι, και δυστυχώς, ακόμα περισσότεροι είναι περιτριγυρισμένοι από ένα σωρό ανθρώπους και στη πραγματικότητα είναι ακόμη πιο μόνοι.
Μην αμελούμε όμως ένα βασικό ζήτημα γύρω από τη μοναξιά εκείνης της βάρκας. Ότι οι άνθρωποι ζούμε σε ομάδες, όμως βασική προϋπόθεση είναι να μάθουμε όσο μεγαλώνουμε να περνάμε καλά μόνοι μας. Να μπορούμε, δηλαδή, να επιλέγουμε όταν το έχουμε ανάγκη, την φίλη λέξη. Την μοναχικότητα. Να μη λησμονούμε, δηλαδή, ότι ο μοναχικός καπετάνιος του δειλινού που ξεδιπλώθηκε μπροστά μου, μπορεί να είναι χαρούμενος μόνος, ΗΡΕΜΟΣ. Αυτό όμως δεν είναι η μοναξιά.
Δεν ξέχασα το φάρο*
Επιστρέφουμε ξανά στον φωτεινό «επιβάτη» της βάρκας. Το κόκκινο φανάρι. Το φάρο. Όλοι έχουμε φάρους. Τι είναι όμως ένας φάρος; Άτομα; Στιγμές; Μέρη; Μνήμες; Μια μυρωδιά;
Είναι όλα! Είναι όλα αυτά που πάντα, εν έγνοια μας, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο λογικής, που μάς βάζουν στο δρόμο, μας δείχνουν το δρόμο ή πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω. Μάς έδειξαν τα δρόμο. Μάς τον άνοιξαν.
Στη βάρκα μας, δεν πρέπει να ξεχάσουμε να βάλουμε τον μοναχικός εαυτό μας. Το φωτεινό μας εαυτό και τον σκοτεινό. Δεν πρέπει να αμφισβητούμε τη δύναμη που ασκεί πάνω μας το να μένουμε μόνοι μας, να μπαίνουμε στο mute. Να μιλάμε με έμας. Να μας ακούμε. Σε μια κυριακάτικη βάρκα.
Να μπαίνουμε στη βάρκα μας, στο ταξίδι μας με ειλικρίνεια, αγάπη, φως, και το βλέμμα στραμμένο στο φάρο μας. Και κάτι τελευταίο. Μη μάς πιάνει ο εγωισμός: όλοι έχουμε φάρους, ας τους αγκαλιάσουμε, όπως φαντασιακά ή και συχνά και πρακτικά μάς αγκαλιάζουν και αυτοί. Α… και να τους φροντίζουμε.
*Διαβάστε ακόμη: Athens Stories #6: Καθημερινές εξισώσεις