Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι ένας συγγραφέας με πλούσιο έργο, κριτικό λόγο, είναι καλός ραδιοφωνικός παραγωγός, καλός συνομιλητής και με το πρόσφατο βιβλίο υπό τον τίτλο «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» συνεχίζει αυτές τις συγγραφικές ανασκαφές στον ψυχισμό των ερωτευμένων, αλλά και του ίδιου του έρωτα – αν μου επιτρέπετε την «ενσάρκωση» του έρωτα σε κάποιον που έχει ψυχισμό μάλιστα!
Οι δώδεκα ιστορίες του Ραπτόπουλου ταξιδεύουν τον αναγνώστη του σε ιστορίες που μπορεί να έχουν συμβεί (για να δανειστώ έναν τίτλο από δίσκο του Παύλου Παυλίδη).
Τι πράγμα είναι τελικά ο έρωτας που εις τριπλούν μας περιμένει στο πολύ προσεγμένο εξώφυλλο του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Κέδρος»;
Έχει όρια, έχει αναστολές, έχει νόρμες και κανόνες;
Οι ιστορίες του Ραπτόπουλου, μπορώ να σε διαβεβαιώσω , είναι καθηλωτικές και διαθέτουν τον ρεαλισμό, ήρωες με σάρκα και οστά. Οι δύο ιστορίες που κινούνται στο ζωικό βασίλειο, είναι σα δύο ιντερμέδια κι εκεί όμως μπορείς να φανταστείς ανθρώπινες φιγούρες να ζουν το δικό του έρωτα. Και υπάρχει και η δωδέκατη ιστορία που «δένει» τις φαινομενικά αυθύπαρκτες ιστορίες σε μια μεγαλύτερη, αλλά ας μην κάνω περισσότερο «σπόιλερ».
Αν πάρτε ένα βιβλίο για τις διακοπές σας, προτείνω χωρίς επιφύλαξη τους «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Θα σας κρατήσει καλή συντροφιά είτε είστε φανατικοί είτε περιστασιακοί αναγνώστες καλής λογοτεχνίας!
Και φυσικά ένα τέτοιο βιβλίο δε θα μπορούσε να μείνει σε μια προσωπική παρουσιάση. Η κουβέντα με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο είναι πάντα απολαυστική και νομίζω ότι μέσα από τη συνέντευξη που μου παραχώρησε θα μάθετε περισσότερα και για το βιβλίο αλλά και τον ίδιο, τον χαρισματικό και οξυδερκή Έλληνα συγγραφέα.
― Γιατί «έρωτες επί τρία» – τι υποδηλώνεις για το βιβλίο σου με τον τίτλο κιόλας;
― Εμπνεύστηκα τον τίτλο μου από τον ανάλογο τίτλο του Ηλία Πετρόπουλου, «Πτώματα, πτώματα, πτώματα» (1990). Εκείνος αναφέρεται στον αντίθετο πόλο του έρωτα, τον θάνατο. Η αντιμετώπιση του θέματος, όμως, είναι παρόμοια.
Στο δικό μου βιβλίο ο έρωτας παρατίθεται στον πληθυντικό και εις τριπλούν, επειδή ακριβώς θέλω να δείξω την πληθώρα, αλλά και τον πληθωρισμό των ερώτων που παρελαύνουν στις σελίδες του. Την κρίση που περνά το άθλημα στις μέρες μας. Δηλαδή, ως έκφραση, το «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» σημαίνει και το αντίθετο ενός μεγάλου έρωτα.
Tο βιβλίο μου δεν είναι μια τυπική συλλογή διηγημάτων, ή έστω ερωτικών ιστοριών. Η τελευταία ιστορία, που έχει την έκταση νουβέλας, υποτίθεται ότι είναι η ζωή του συγγραφέα των υπόλοιπων έντεκα. Και μπορείς εύκολα να κάνεις τις συνδέσεις ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στη ζωή του ήρωά μου και στις ιστορίες που του έχουν εμπνεύσει.
Επομένως, έχουμε να κάνουμε όχι απλώς με παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα, αλλά ίσως με μια μεταμοντέρνα σύνθεση που φλερτάρει με το σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
― Έρωτας στα χρόνια του ίντερνετ – Τι έχει κερδίσει τι έχει χάσει ο ερωτισμός μεταξύ δύο ανθρώπων που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
― Ο ερωτισμός, η φιλία, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, όσα χάνουν, τόσα κερδίζουν στα χρόνια του ίντερνετ.
Από τη μία, εντυπωσιακή ευκολία και αμεσότητα στην (εικονική) επαφή, με το απλό πάτημα μερικών πλήκτρων. Και από την άλλη, τρομερή αποξένωση και απομόνωση των χρηστών, οι οποίοι ξημεροβραδιάζονται μπροστά σε οθόνες.
Το πρόβλημα είναι πόσο αντιερωτική παραμένει η εποχή μας. Αφενός «πάρ’ τα όλα», τα σεξουαλικά ή τη γύμνια, και αφετέρου ελάχιστη έως καθόλου ουσία. Τόσοι πολλοί άνθρωποι είναι μόνοι τους και περιφέρονται σαν ψυχικές κουρελαρίες.
Ιδού οι βλαβερές συνέπειες μιας εποχής με σημαίες τον ατομικισμό και τα υλικά αγαθά. Ζούμε μια αποϊεροποίηση του έρωτα, την απομάγευση του συναισθηματικού και του ρομαντικού του μέρους.
― Ο ρομαντικός είναι αδύναμος;
― Ο ρομαντικός είναι βασιλιάς στον έρωτα, και όπου αλλού μετράει η ψυχή, και κακομοίρης στον κόσμο της αγοράς και της καθημερινότητας. Εκεί είναι όχι απλώς αδύναμος, αλλά κυριολεκτικά ο τελευταίος τροχός της αμάξης, το χαλάκι στην εξώπορτα για να σκουπίζεις τα παπούτσια σου.
Ωστόσο, υπό ορισμένες συνθήκες, ο ρομαντικός μπορεί να γίνει η άμμος στα γρανάζια του ωφελιμισμού και της συμφεροντοκρατίας. Οι κυνικοί που κάνουν κουμάντο συνηθίζουν να τον ειρωνεύονται, αλλά στο βάθος τον φοβούνται.
Ο ρομαντικός είναι γι’ αυτούς επικίνδυνος τύπος, επειδή ακριβώς μπορεί να προκαλέσει προβλήματα δυσανάλογα με την ισχύ του. Εξού και δεν τους αρκεί να ηττηθούν οι ρομαντικοί, πρέπει και να τους εξαφανίσουν από προσώπου γης.
Αυτό που φοβίζει και ενοχλεί τόσο είναι το εκρηκτικό, αφοπλιστικό παράδειγμα του ρομαντικού, η ύπαρξη ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής, που διέπεται από αξίες αντίθετες με τις κυρίαρχες.
Ο ρομαντικός δεν δέχεται να γίνει αντικείμενο αγοραπωλησίας, αρδεύεται από τα συναισθήματά του, εμπνέεται από οράματα και ιδανικά, και δεν συμβιβάζεται εύκολα με ημίμετρα και σχετικισμούς.
Ο ρομαντικός βρίσκεται σε μετωπική αντιπαράθεση με το πνεύμα της εποχής μας.
― Φοβήθηκες ότι μπορεί να σκανδαλίσεις με κάποιες από τις ιστορίες σου;
― Η υποκριτική, ψευτοκαθωσπρέπει, μικροαστική νεοελληνική κοινωνία σκανδαλίζεται με τις αισθησιακές, τολμηρές λογοτεχνικές αφηγήσεις, αλλά όχι με τα τερατώδη οικονομικά (και σεξουαλικά) σκάνδαλα, την αδικία, την αναξιοκρατία και την ατιμωρησία που μαίνονται γύρω μας.
Το συντηρητικό αναγνωστικό κοινό, που μπορεί και να σκανδαλιστεί με ορισμένους «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» (ορισμένους, επειδή δεν είναι όλες οι ιστορίες μου σκανδαλιστικές, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο), θα προτιμούσε ίσως κάτι άλλα αναγνώσματα, άγευστα και άοσμα, διακοσμητικά.
Κάτι τέτοια λογοτεχνικά κατασκευάσματα τυχαίνει και βραβεύονται κάποτε, ή γίνονται και μπεστ σέλερ, και είναι χαρακτηριστικό ότι τα θέματά τους είναι τόσο ουδέτερα, ώστε τα μαθαίνεις και σχεδόν αμέσως τα ξεχνάς. Πράγμα που συμβαίνει και με τις απόψεις των συγγραφέων τους, που τις εκθέτουν στις συνεντεύξεις τους.
Για τους συγγραφείς αυτούς ισχύει εκείνο που έλεγε ο Νίτσε για τους συναδέλφους του πανεπιστημιακούς αρχαιοελληνιστές. Θα έπρεπε να κολλήσουν μια πινακίδα στην πόρτα του γραφείου τους, που να γράφει: «Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν».
― Αν θα έπρεπε να δώσεις έναν ορισμό του Έρωτα με δέκα λέξεις ποιες θα διάλεγες;
― Μάλλον θα χρησιμοποιούσα το χαρακτηριστικό εκείνο απόσπασμα του βιβλίου μου που αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο: «Ο έρωτας είναι το υπέρτατο παιχνίδι, και όσοι τζογάρουν σ’ αυτόν είναι υποχρεωτικά παιχνιδιάρηδες, το πιστεύω. Αν και το βασικό χαρακτηριστικό των ερωτευμένων είναι ότι γίνονται ανισόρροποι, δηλαδή τους στρίβει, τρελαίνονται κυριολεκτικά».
― Ποιον μεγάλο «έρωτα» της ιστορίας ή της λογοτεχνίας έχεις ζηλέψει;
― Τους έρωτες που συναντώ στα έργα τέχνης, από επαγγελματική διαστροφή προφανώς, τους ζηλεύω ως καλλιτεχνικά επιτεύγματα, και όχι ως γεγονότα που θα ήθελα να μου έχουν συμβεί.
Λογοτεχνικοί έρωτες που με έχουν ξετρελάνει; Ορίστε ποιοι μου έρχονται κατευθείαν στο μυαλό…
Μυθιστορήματα: Τολστόι, «Άννα Καρένινα». Ντοστογιέφσκι, «Ο ηλίθιος». Φίλιπ Ροθ, «Το θέατρο του Σάμπαθ». Κούντερα, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Τζέφρι Ευγενίδης, «Σενάριο γάμου».
Διηγήματα: Τσέχοφ, «Η κυρία με το σκυλάκι». Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα». Μπέρναρντ Μάλαμουντ, «Το μαγικό βαρέλι». Φόκνερ, «Ένα ρόδο για την Έμιλι». Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Ίχνη από το αίμα σου πάνω στο χιόνι». Άλις Μάνρο, «Η αρκούδα διάβηκε το βουνό».
Η σύνταξη μιας λίστας με κορυφαίες ερωτικές ιστορίες είναι ένα από τα πιο μάταια πράγματα στον κόσμο. Υπάρχουν τόσο πολλά, όχι απλώς καλά, αλλά αριστουργηματικά έργα, σύντομα και εκτενή. Πράγμα αναπόφευκτο, εφόσον ο έρωτας αποτελεί καταστατικό θέμα της λογοτεχνίας.
Όπως γράφω και στο «Έρωτες, έρωτες, έρωτες»: «Το μυθιστόρημα ως είδος έχει την καλύτερη σχέση με το θέμα, και δικαίως, από τη στιγμή που ο έρωτας είναι μάλλον το σημαντικότερο στις ζωές μας. Νομίζω ότι όσοι λογοτέχνες δεν γράφουν γι’ αυτόν είναι όχι επειδή δεν θέλουν, αλλά για να μην ενοχλούν τους ανέραστους αναγνώστες».
― Ποια είναι η μεγαλύτερη βλακεία που έχεις κάνει από έρωτα;
― Προτιμώ να αναφέρω την ανάλογη βλακεία ενός υποθετικού ήρωά μου.
Είναι βράδυ, σε ένα απόμερο στενάκι με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και από τις δυο μεριές, κι ενώ η κοπέλα, την οποία έχει ερωτευτεί και φλερτάρει ο ήρωάς μου, βαδίζει δίπλα του, ο τύπος πηδάει ξαφνικά πάνω στο καπό του πρώτου αυτοκινήτου που βρίσκεται μπροστά του (ένα θηριώδες μαύρο SUV με φιμέ τζάμια, σαν αυτά της Αντιτρομοκρατικής), ανεβαίνει στην οροφή του, κι εκεί πια αρχίζει να χοροπηδάει επιτόπου, φωνάζοντας λατρευτικά το όνομα της καλής του και αδιαφορώντας για το αν βουλιάζει η γυαλιστερή λαμαρίνα κάτω απ’ τα παπούτσια του, ή πότε θα αρχίσουν να του πετάνε διάφορα από τα γύρω μπαλκόνια.
Ας πούμε ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη βλακεία που θα ήθελα να έχω κάνει από έρωτα. Παρότι, τώρα που την είδα διατυπωμένη, δεν μου φαίνεται και τόσο μεγάλη, εδώ που τα λέμε.
― Τι σε φοβίζει στον έρωτα;
― Αυτά που φοβίζουν τους πάντες. Η απόρριψη, η προδοσία και η εγκατάλειψη, το να αποκαλυφθούν ατέλειες και ελαττώματά μου, οι χαμηλές επιδόσεις, ο τρόμος μήπως δεν φανείς αντάξιος των προσδοκιών τής ή του παρτενέρ σου…
Το κυριότερο είναι ότι στον έρωτα εκτίθεται ο πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης, και οι περισσότεροι γύρω μας φοβούνται, αποφεύγουν και δεν θέλουν με τίποτα να εκτίθενται. Γι’ αυτό και, από μια ηλικία και μετά, κουκουλώνουν παρόμοια θέματα και τα ξεχνάνε. Και γι’ αυτό, επίσης, σοκάρονται με την αισθησιακή τέχνη.
Η διαφορά βρίσκεται στο ρίσκο που είναι διατεθειμένος να πάρει κανείς. Όλοι φοβόμαστε, σχεδόν τα ίδια πράγματα. Ορισμένοι αντέχουν να πάνε κόντρα στους φόβους τους και ρισκάρουν να εκτεθούν.
Ίσως είναι τόσο έντονος ο πόθος τους να ενωθούν με τον Άλλο, τόσο βαθιά η ανάγκη τους να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους, ώστε αδιαφορούν για τα δεινά που μπορεί να επιφέρει κάτι τέτοιο.
Αναμφισβήτητα, πάντως, όταν ερωτεύεσαι δεν βιώνεις μόνο αγαλλίαση και έκσταση, τον στρόβιλο των εξυψωτικών συναισθημάτων που συνοδεύουν το πολύτιμο αυτό δώρο.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις και σε μια ψυχική επικράτεια ανησυχητική και επώδυνη, όπου ενεδρεύουν ματαιώσεις, πόνος κι ένα σωρό άλλα μαρτύρια.
Όμως, ας μη μιλάμε για τον έρωτα. Καλύτερα να σωπαίνουμε μπροστά σε μια τόσο ζωντανή, αλλόκοτη και μαγική κατάσταση. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, κάθε ζευγάρι είναι ένα όρθιο (ή ξαπλωμένο) μυστήριο.
Ευτυχώς, το γλυκό και βίαιο χάος του έρωτα δεν θα αποκρυπτογραφηθεί ποτέ. Ήταν, είναι και θα είναι η μεγαλύτερη μαγεία απ’ όλες.